- παραινετικός
- -ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παραινέτης]1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.επίρρ...παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑμε παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.